- κουτοπόνηρος
- -η, -ο1. κουτός που σκέφτεται πονηρά2. αυτός που προσποιείται τον αφελή για να πετύχει τον σκοπό του, δόλιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτοπόνηρος, -η — ο κουτός και πονηρός συνάμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαχοδικηγόρος — ο κουτοπόνηρος, στρεψόδικος χωριάτης … Dictionary of Greek
κουτοπονηριά — η [κουτοπόνηρος] 1. καχυποψία που οφείλεται σε έλλειψη ευρείας αντιλήψεως 2. προσποιητή αφέλεια πονηρού ανθρώπου ή πονηρία κουτού ανθρώπου … Dictionary of Greek
μικροπόνηρος — η, ο (Α μικροπόνηρος, η, ον) αυτός που είναι πονηρός σχετικά με μικρά και ανάξια λόγου πράγματα, ο κουτοπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πονηρός] … Dictionary of Greek
μωροπόνηρος — μωροπόνηρος, ον (Α) ο ανόητος και συνάμα πονηρός, κουτοπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πονηρός] … Dictionary of Greek
εξυπνάκιας — ο πληθ. ηδες, ο δήθεν έξυπνος, αυτός που κάνει τον έξυπνο, ο κουτοπόνηρος: Σε γελάσανε, εξυπνάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)